- σκεπαστήριος
- -ία, -ον, ΜΑ1. κατάλληλος για σκέπασμα, για προφύλαξη, για προστασία (α. «τὰ σκεπαστήρια ὅπλα», Διον. Αλ.β. «ταῑς... δοραῑς τῶν θηρίων σκεπαστηρίοις χρῆσθαι», Διόδ.)2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σκεπαστήριονα) επενδύτης, πανωφόριβ) ασπίδα για τα μάτια3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ σκεπαστήριατα αμυντικά όπλα4. φρ. «σκεπαστήριον τῆς γλώσσης» — είδος λεπτού περικαλύμματος που τοποθετούσαν οι λαίμαργοι γύρω από τη γλώσσα τους για να επιτείνεται η αίσθηση τής γεύσης, η περιγλωττίς* (λεξ. Σούδα).[ΕΤΥΜΟΛ. < σκεπάζω + κατάλ. -τήριος (πρβλ. θυσιασ-τήριος)].
Dictionary of Greek. 2013.